καταβαυκάληση

καταβαυκάληση
η (Α καταβαυκάλησις)
νεοελλ.
μτφ. η εξαπάτηση με δολερά μέσα, το αποκοίμισμα
αρχ.
το νανούρισμα τών παιδιών με τραγούδι ή με μουσικό όργανο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”